Ἀχίμ

Ἀχίμ
Ἀχίμ , ὁ (Ἀχείμ v.l. Tdf. W-H. S.) indecl. Achim in genealogy of Jesus Mt 1:14.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • Γιόνσον, Ούβε — (Uwe Johnson, 1934 – 1984). Γερμανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία και σπούδασε στο Ροστόκ και στη Λειψία (1952 56). Το 1959 κατέφυγε στο Δυτικό Βερολίνο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Επηρεασμένος από τον Φόκνερ και τους νεωτεριστές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”